κατασκήνωμα

κατασκήνωμα
κατασκήν-ωμα, ατος, τό,
A covering, veil, A.Ch.985.
2 gloss on αὔλιον, Sch.Opp.H.2.524, cf. 3.5.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατασκήνωμα — κατασκήνωμα, τὸ (Α) [κατασκηνώ (III)] κάλυμμα, σκέπασμα …   Dictionary of Greek

  • κατασκήνωμα — covering neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκηνωμάτων — κατασκήνωμα covering neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατασκηνώματα — κατασκήνωμα covering neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποδένδυτος — ον, Α αυτός που ντύνει τα πόδια, που φοριέται στα πόδια («νεκροῡ ποδένδυτον δροίτης κατασκήνωμα», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”